γαλατώνω

γαλατώνω
1. (για τους μαστούς) γεμίζω με γάλα («αρχινάει να γαλατώνει η γίδα»)
2. (για τα σιτηρά πριν από την ωρίμανση) αποκτώ γαλακτώδη σύσταση («γαλάτωσαν τα στάχυα»)
3. ασβεστώνω, ασπρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγαλάτωτος — η, ο [γαλατώνω] 1. αυτός που δεν αλείφτηκε ή δεν λερώθηκε με γάλα 2. αυτός που δεν παρέχει αρκετό γάλα 3. (για το χορτάρι) αυτό που δεν συντελεί στην παραγωγή πολλού γάλακτος …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”